ἰλαδόν
ἰλᾰ-δόν
(ῑ)
1) толпами, массами
(ἐστιχόωντο τὰ ἔθνεα εἰς ἀγορήν Hom.)
2) во множестве, в изобилии
(τέν κακότητα ἑλέσθαι Hes.)